ὄψιμοι

ὄψιμοι
ὄψιμος
late
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οψιμιά — η [όψιμος] 1. η ιδιότητα τού όψιμου 2. (στον πληθ. οι οψιμιές οι όψιμοι καρποί …   Dictionary of Greek

  • παγετός — Φαινόμενο που οφείλεται στην πτώση της θερμοκρασίας του αέρα μέχρι το μηδέν της εκατόβαθμης κλίμακας ή και κάτω από αυτό. Μπορεί να είναι παροδικός ή συνεχής και να παρουσιάζεται σε μεγάλη ή μικρή έκταση. Εξαρτάται κυρίως από τη θερμοκρασία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”